παντρεμένος

παντρεμένος
marié

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • παντρεμένος — η, ο μτχ. παθ. πρκ., βλ. παντρεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έγγαμος — η, ο (AM ἔγγαμος, ον) αυτός που έχει συνάψει γάμο, ο παντρεμένος …   Dictionary of Greek

  • αρτίγαμος — ἀρτίγαμος, ον (Α) μόλις παντρεμένος …   Dictionary of Greek

  • ζύγιος — ζύγιος, ον, θηλ. και ζυγία (Α) [ζυγόν] 1. αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για τον ζυγό, για ζέψιμο («ζύγιος ἵππος», Ευρ.) 2. ζυγίτης 3. έγγαμος, παντρεμένος («ἀζυγέων καὶ ζυγίων», Γρηγ. Ναζ.) 4. ο ισορροπημένος («εὗρεν ζυγίας τὰς δικαιοσύνας… …   Dictionary of Greek

  • κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοφορώ — (Α κυκλοφοροῡμαι, έομαι και κυκλοφορῶ, έω) κινούμαι κυκλικά, περιστρέφομαι, περιφέρομαι, κινούμαι νεοελλ. 1. θέτω κάτι σε κυκλοφορία ή τίθεμαι σε κυκλοφορία, σε χρήση, σε συναλλαγή, διακινώ ή διακινούμαι (α. «κατηγορήθηκε γιατί κυκλοφόρησε… …   Dictionary of Greek

  • μέροψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα ή του Ύαντα. Βασίλευε στο νησί της Κω, το οποίο ονομαζόταν Μερόπη από το όνομά του, αλλά και Κως από την κόρη του. Παιδιά του ήταν επίσης η Ηπιόνη, γυναίκα του Ασκληπιού, και ο… …   Dictionary of Greek

  • μακάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πολιτικός, που μαρτύρησε με σπαθί στην Αλεξάνδρεια επί Δεκίου μαζί με τον Ανδρέα (3ος αι. μ.Χ.). Η μνήμη του τιμάται στις 6 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Αφρική επί Δεκίου (3ος αι.… …   Dictionary of Greek

  • μνηστός — μνηστός, ή, όν (ΑΜ, Μ θηλ. και μνήστη) 1. αυτός που έχει μνηστευθεί 2. αυτός που είναι νόμιμα παντρεμένος μσν. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ μνηστός μνηστήρας, αρραβωνιαστικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μνηστή και μνήστη αρραβωνιαστικιά αρχ. αυτός που αξίζει να …   Dictionary of Greek

  • μοιχεία — (Νομ.). Η εξώγαμη, κατά φύση, συνουσία ενός άντρα και μιας γυναίκας, από τους οποίους ο ένας τουλάχιστον είναι παντρεμένος. Στην αρχαία Ελλάδα, η μυστική σαρκική σχέση με μια ελεύθερη γυναίκα, χωρίς τη συγκατάθεση του συζύγου της, αποτελούσε… …   Dictionary of Greek

  • μονογαμία — η (ΑΜ μονογαμία) [μονόγαμος] γάμος με μία μόνο γυναίκα νεοελλ. 1. (κοινων. ανθρωπολ.) κοινωνικός θεσμός κατά τον οποίο ένας άντρας δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα παντρεμένος με περισσότερες από μία συζύγους και μια γυναίκα να είναι σύζυγος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”